24/09/2010
Η γνώση ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό καθώς και ως προϋπόθεση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα, έχει έρθει η ώρα για μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία θα συντονίσει την πορεία της χώρας με τον ενιαίο ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, θα επενδύσει στη διαμόρφωση εγγράμματων και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ανδρών και γυναικών, και ταυτόχρονα θα αποτελέσει πυλώνα υπέρβασης της τρέχουσας κρίσης. Η Δημοκρατική Αριστερά θέλει να συμβάλει θετικά σε ένα διευρυμένο και ουσιαστικό διάλογο που πρέπει να γίνει εν όψει μιας τέτοιας μεταρρύθμισης.
Η κρίση στην εκπαίδευση ήταν παρούσα από καιρό. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στο μηχανισμό στήριξης και στο Μνημόνιο έρχονται απλώς να την εντάξουν στο μεγάλο κάδρο της χρεοκοπίας της χώρας, αλλά και να ανοίξουν την ατζέντα σχετικά με τα αίτια και τις προοπτικές διεξόδου. Αρνούμενοι τη μηδενιστική ισοπέδωση οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκαν ορισμένες θετικές εξελίξεις. Τα πανεπιστήμια στελεχώθηκαν με μια δυναμική γενιά καταρτισμένων επιστημόνων και δημιουργήθηκε μια ερευνητική υποδομή πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, που σε αρκετές περιπτώσεις παρήγαγε αποτελέσματα με διεθνή αναγνώριση. Ανάλογες εξελίξεις σημειώθηκαν στα Τεχνολογικά Ιδρύματα και τα ερευνητικά κέντρα. Παράλληλα, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθιερώθηκαν νέοι θεσμοί, επεκτάθηκε το εκπαιδευτικό δίκτυο, ανανεώθηκαν κάποια αναλυτικά προγράμματα και εμπλουτίστηκε το εκπαιδευτικό δυναμικό. Εντούτοις, τα βήματα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να εκσυγχρονίσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένο σε πρακτικές και αντιλήψεις του παρελθόντος. Ούτε αντιμετώπισαν την παθολογία που έχουν προκαλέσει η ανεπάρκεια των κυβερνητικών πολιτικών αλλά και ο αρνητισμός των κυρίαρχων συνδικαλιστικών πρακτικών.
Εμβληματικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης αποτελούν η απαξία της γνώσης, η κυριαρχία μιας κουλτούρας ήσσονος προσπάθειας και η υποβάθμιση της αριστείας, η απουσία κάθε έννοιας αξιολόγησης, η συνεχής απόκλιση από τις διεθνώς αποδεκτές εκπαιδευτικές και ακαδημαϊκές προδιαγραφές, το παρωχημένο μοντέλο χρηματοδότησης, η ανορθολογική χρήση των διαθέσιμων πόρων και ανθρώπων. Τα διακομματικά πελατειακά δίκτυα ακύρωσαν σε πολλές περιπτώσεις κάθε ιδέα αξιοκρατίας στο διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης με αποτέλεσμα φαινόμενα συνδιαλλαγής και νεποτισμού να τραυματίζουν το κύρος και την παιδαγωγική λειτουργία κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας. Η κατάσταση αυτή αφενός σκόρπισε απογοήτευση και τάσεις παραίτησης στην εκπαιδευτική κοινότητα, και αφετέρου συσσώρευε δυνάμεις αδράνειας, που αντιδρούν σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης για να μη θιγούν τα κεκτημένα. Διατηρείται, έτσι, ένα τέλμα ακινησίας, που εκφυλίζει και καθιστά εν πολλοίς προσχηματική την εκπαιδευτική διαδικασία. Το σύστημα ασχολείται με εξετάσεις, με βαθμούς, με την κάλυψη της ύλης, με τίτλους και πιστοποιητικά σπουδών, χωρίς ουσιαστικό μορφωτικό αντίκρισμα και –το σπουδαιότερο– χωρίς μέριμνα για το τι ακριβώς μαθαίνουν τα παιδιά. Η αρνητική εικόνα συμπληρώνεται εάν προστεθούν οι άγονες μορφές συνδικαλιστικού αγώνα, το «έθιμο» των καταλήψεων και τα κλιμακούμενα φαινόμενα βίας.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά, η ακύρωση της μορφωτικής αποστολής της εκπαίδευσης δεν συνιστά μόνο εκπαιδευτικό πρόβλημα αλλά είναι και ένα ουσιαστικό πρόβλημα δημοκρατίας, γιατί στερεί από τους πολίτες αυτής της χώρας τα αγαθά της μόρφωσης και υπονομεύει την προοπτική της κοινωνικής προκοπής.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση επιδίδεται ακόμη σε ασκήσεις μεταρρυθμιστικής ρητορείας χωρίς πρακτικό αντίκρισμα και σε συγγραφή εκθέσεων ιδεών με θέμα «το νέο σχολείο». Η διστακτικότητα, η υποταγή στις παραλυτικές εσωκομματικές ισορροπίες, ο φόβος του πολιτικού κόστους και οι πελατειακές πρακτικές συνεχίζουν να δίνουν τον τόνο. Η πολιτική αυτή συντηρεί τα προβλήματα και απαξιώνει στη συνείδηση της κοινωνίας το ρεαλισμό μιας μεταρρυθμιστικής προοπτικής. Από την άλλη, ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων (από τη Νέα Δημοκρατία μέχρι το ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ και το χώρο του εξωκοινοβουλευτισμού) είτε δημαγωγώντας αντιπολιτευτικά είτε προτάσσοντας μια πρωτόγονη αντικαπιταλιστική ρητορεία, δαιμονοποιούν την οποιαδήποτε ιδέα μεταρρυθμίσεων και τελικά υπερασπίζονται τα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά η μεταρρυθμιστική στρατηγική αποτελεί ιδρυτικό συστατικό στοιχείο και διακηρυγμένο στόχο. Υποστηρίζουμε βαθιές αλλαγές σε μια κατεύθυνση προοδευτική και ριζοσπαστική, που στοχεύει στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος και της δημοκρατίας, με την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης. Απευθυνόμαστε ιδιαίτερα σ’ εκείνους τους εκπαιδευτικούς - και είναι πολλοί-, που παραμένουν δεσμευμένοι στη μεγάλη μορφωτική δύναμη και τις αξίες που εξέπεμψε η παιδεία ως συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας αλλά και της αριστεράς στη σύγχρονη εποχή. Σε αυτούς που αισθάνονται δάσκαλοι, που πιστεύουν ότι σχολείο και πανεπιστήμιο υπάρχουν και λειτουργούν για την κοινωνία και όχι για τη συντεχνία, σε αυτούς που συνεχίζουν να αγωνίζονται για να ανορθώσουν και να ενισχύσουν το κύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, για να αναδείξουν τις υπαρκτές δυνατότητές της. Σε αυτούς που τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα μιας ενδοστρεφούς, συντηρητικής και εθνικιστικής παιδείας.
Η εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι ώριμη για βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι επιτακτικά αναγκαίες για την κοινωνία μας. Το ίδιο ώριμες και υπαρκτές είναι και οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης στα πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα σχολεία. Η βαθιά κρίση του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που βιώνουμε, καταδεικνύει με δραματικό τρόπο την ανάγκη ενός διαφορετικού τύπου οργάνωσης του κράτους, του κοινωνικού ιστού, της οικονομίας. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία και την οικονομία, πρέπει να αλλάξουμε την Παιδεία και πρέπει να την αλλάξουμε γρήγορα. Ιδιαίτερα για τη δύσκολη χρονιά που έρχεται είναι ανάγκη η εκπαιδευτική κοινότητα να αγωνιστεί, για να μην κλείσουν σχολεία και πανεπιστήμια. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αυτό αποτελεί έμπρακτη αλληλεγγύη σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και εκτός των άλλων υπόκεινται σε κοινωνικούς και εθνοτικούς αποκλεισμούς.
Η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος απαιτεί την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της εκπαιδευτικής κοινότητας και είναι αναγκαίο να υποστηριχτεί με αύξηση και ορθολογική διαχείριση των πόρων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ανάγκη να επανασχεδιαστεί στο πλαίσιο του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, εξασφαλίζοντας σε κάθε πολίτη ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και την άρση των διακρίσεων σε βάρος κάθε είδους ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Ειδικότερα, για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση διεκδικούμε την άμεση στήριξη όλων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που αποσκοπούν στη μείωση των ανισοτήτων και εμπλουτίζουν τη μαθησιακή διαδικασία (ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, τάξεις υποδοχής μεταναστών, ενίσχυση της ειδικής αγωγής, οργανωμένες πολιτιστικές δραστηριότητες και προγράμματα), τη ριζική αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, την εκ θεμελίων επανίδρυση της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης και την ανασυγκρότηση της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Η υποχρεωτική εκπαίδευση πρέπει να γίνει ουδετερόθρησκη, ανοικτή στο σύγχρονο κόσμο και πραγματικά ενιαία.
Αποφασιστικής σημασίας θεωρούμε την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να πάψει το Λύκειο να αποτελεί προθάλαμο των πανελλαδικών εξετάσεων, και να αποκτήσει αυτόνομο εκπαιδευτικό ρόλο. Το υπάρχον σύστημα, λειτουργεί ως εξοντωτικός μηχανισμός αποστήθισης, τροφοδοτεί την παραπαιδεία, καταστρέφει το Λύκειο και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των ΑΕΙ. Πρέπει να κατοχυρωθεί τόσο η αυτονομία του Λυκείου όσο και η αξιοκρατική πρόσβαση στα ΑΕΙ.
Για να έχει αποτελέσματα το όλο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα χρειάζεται εκπαιδευτικούς που επιμορφώνονται διαρκώς, αξιολογούνται ουσιαστικά και διορίζονται (ΑΣΕΠ), αξιοποιούνται ή εξελίσσονται υπηρεσιακά με κανόνες διαφάνειας και αξιοκρατίας, χωρίς κομματικές, συνδικαλιστικές και συντεχνιακές διαμεσολαβήσεις.
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαραίτητη η άμεση, πλήρης ένταξη και εναρμόνιση του εθνικού συστήματος στις διεθνείς πρακτικές, ώστε να εξασφαλίζεται η κινητικότητα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινότητα, η διεθνοποίηση των σπουδών, η ανάπτυξη της έρευνας, η κοινωνική λογοδοσία των ιδρυμάτων. Στόχος μας οφείλει να είναι τόσο η μαζική εκπαίδευση όσο και η αριστεία με βάση τα διεθνή κριτήρια αλλά και η επιβράβευση κάθε πρωτοβουλίας για εκπαιδευτική βελτίωση.
Η αριστεία θα επιτευχθεί μόνο με την αποφασιστική αναδιάρθρωση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, με αξιολόγηση των ιδρυμάτων και κατάργηση όσων δεν πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια, με αλλαγή της διάρθρωσης των σπουδών, με απονομή τίτλων διεθνούς κύρους και αναγνώρισης, που κατατάσσονται ξεκάθαρα στο σύστημα επαγγελματικών δεξιοτήτων. Απαραίτητες επίσης είναι και οι αλλαγές στη διοίκηση των ΑΕΙ με στόχο στην πλήρη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα, και την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων βάσει της επίτευξης των στόχων που θέτουν.
Επιπλέον, σήμερα είναι απολύτως αναγκαία η ενίσχυση του ρόλου και του ιδιαίτερου χαρακτήρα των τεχνολογικών ιδρυμάτων (ΤΕΙ) και η αξιοποίηση των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας με την ενδυνάμωση της σχέσης τεχνολογικής εκπαίδευσης και του παραγωγικού ιστού.
Η Δημοκρατική Αριστερά υποστηρίζει τη δημιουργία ισχυρών, αυτοδιοικούμενων ιδρυμάτων, που θα αποτελέσουν κέντρα κριτικής σκέψης και ελεύθερου δημοκρατικού διαλόγου. Επείγει να διαμορφωθεί ένας ενιαίος χώρος εκπαίδευσης – έρευνας ο οποίος θα εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία και αλληλεπίδραση μεταξύ τριτοβάθμιων ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων, έτσι ώστε τα ΑΕΙ να αποτελέσουν κέντρα παραγωγής γνώσης και καινοτομίας.
Τέλος, για το σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη Διά Βίου Εκπαίδευση, χρειαζόμαστε ένα παράλληλο πλαίσιο κατοχύρωσης και εμπέδωσης της διά βίου πρόσβασης στα εκπαιδευτικά αγαθά.
Με άξονα τις παραπάνω θέσεις, η Δημοκρατική Αριστερά καλεί όλους τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς να στηρίξουν το αίτημα για ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» γύρω από την παιδεία που θα στοχεύει στην υπεράσπιση της γνώσης ως αυταξίας και θα εξασφαλίζει μια μακροπρόθεσμη σχέση εμπιστοσύνης της παιδείας με την κοινωνία. Η πιο μακροχρόνια αποδοτική επένδυση είναι η επένδυση στην εκπαίδευση και στους ανθρώπους της
Η κρίση στην εκπαίδευση ήταν παρούσα από καιρό. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στο μηχανισμό στήριξης και στο Μνημόνιο έρχονται απλώς να την εντάξουν στο μεγάλο κάδρο της χρεοκοπίας της χώρας, αλλά και να ανοίξουν την ατζέντα σχετικά με τα αίτια και τις προοπτικές διεξόδου. Αρνούμενοι τη μηδενιστική ισοπέδωση οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκαν ορισμένες θετικές εξελίξεις. Τα πανεπιστήμια στελεχώθηκαν με μια δυναμική γενιά καταρτισμένων επιστημόνων και δημιουργήθηκε μια ερευνητική υποδομή πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, που σε αρκετές περιπτώσεις παρήγαγε αποτελέσματα με διεθνή αναγνώριση. Ανάλογες εξελίξεις σημειώθηκαν στα Τεχνολογικά Ιδρύματα και τα ερευνητικά κέντρα. Παράλληλα, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθιερώθηκαν νέοι θεσμοί, επεκτάθηκε το εκπαιδευτικό δίκτυο, ανανεώθηκαν κάποια αναλυτικά προγράμματα και εμπλουτίστηκε το εκπαιδευτικό δυναμικό. Εντούτοις, τα βήματα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να εκσυγχρονίσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένο σε πρακτικές και αντιλήψεις του παρελθόντος. Ούτε αντιμετώπισαν την παθολογία που έχουν προκαλέσει η ανεπάρκεια των κυβερνητικών πολιτικών αλλά και ο αρνητισμός των κυρίαρχων συνδικαλιστικών πρακτικών.
Εμβληματικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης αποτελούν η απαξία της γνώσης, η κυριαρχία μιας κουλτούρας ήσσονος προσπάθειας και η υποβάθμιση της αριστείας, η απουσία κάθε έννοιας αξιολόγησης, η συνεχής απόκλιση από τις διεθνώς αποδεκτές εκπαιδευτικές και ακαδημαϊκές προδιαγραφές, το παρωχημένο μοντέλο χρηματοδότησης, η ανορθολογική χρήση των διαθέσιμων πόρων και ανθρώπων. Τα διακομματικά πελατειακά δίκτυα ακύρωσαν σε πολλές περιπτώσεις κάθε ιδέα αξιοκρατίας στο διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης με αποτέλεσμα φαινόμενα συνδιαλλαγής και νεποτισμού να τραυματίζουν το κύρος και την παιδαγωγική λειτουργία κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας. Η κατάσταση αυτή αφενός σκόρπισε απογοήτευση και τάσεις παραίτησης στην εκπαιδευτική κοινότητα, και αφετέρου συσσώρευε δυνάμεις αδράνειας, που αντιδρούν σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης για να μη θιγούν τα κεκτημένα. Διατηρείται, έτσι, ένα τέλμα ακινησίας, που εκφυλίζει και καθιστά εν πολλοίς προσχηματική την εκπαιδευτική διαδικασία. Το σύστημα ασχολείται με εξετάσεις, με βαθμούς, με την κάλυψη της ύλης, με τίτλους και πιστοποιητικά σπουδών, χωρίς ουσιαστικό μορφωτικό αντίκρισμα και –το σπουδαιότερο– χωρίς μέριμνα για το τι ακριβώς μαθαίνουν τα παιδιά. Η αρνητική εικόνα συμπληρώνεται εάν προστεθούν οι άγονες μορφές συνδικαλιστικού αγώνα, το «έθιμο» των καταλήψεων και τα κλιμακούμενα φαινόμενα βίας.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά, η ακύρωση της μορφωτικής αποστολής της εκπαίδευσης δεν συνιστά μόνο εκπαιδευτικό πρόβλημα αλλά είναι και ένα ουσιαστικό πρόβλημα δημοκρατίας, γιατί στερεί από τους πολίτες αυτής της χώρας τα αγαθά της μόρφωσης και υπονομεύει την προοπτική της κοινωνικής προκοπής.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση επιδίδεται ακόμη σε ασκήσεις μεταρρυθμιστικής ρητορείας χωρίς πρακτικό αντίκρισμα και σε συγγραφή εκθέσεων ιδεών με θέμα «το νέο σχολείο». Η διστακτικότητα, η υποταγή στις παραλυτικές εσωκομματικές ισορροπίες, ο φόβος του πολιτικού κόστους και οι πελατειακές πρακτικές συνεχίζουν να δίνουν τον τόνο. Η πολιτική αυτή συντηρεί τα προβλήματα και απαξιώνει στη συνείδηση της κοινωνίας το ρεαλισμό μιας μεταρρυθμιστικής προοπτικής. Από την άλλη, ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων (από τη Νέα Δημοκρατία μέχρι το ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ και το χώρο του εξωκοινοβουλευτισμού) είτε δημαγωγώντας αντιπολιτευτικά είτε προτάσσοντας μια πρωτόγονη αντικαπιταλιστική ρητορεία, δαιμονοποιούν την οποιαδήποτε ιδέα μεταρρυθμίσεων και τελικά υπερασπίζονται τα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά η μεταρρυθμιστική στρατηγική αποτελεί ιδρυτικό συστατικό στοιχείο και διακηρυγμένο στόχο. Υποστηρίζουμε βαθιές αλλαγές σε μια κατεύθυνση προοδευτική και ριζοσπαστική, που στοχεύει στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος και της δημοκρατίας, με την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης. Απευθυνόμαστε ιδιαίτερα σ’ εκείνους τους εκπαιδευτικούς - και είναι πολλοί-, που παραμένουν δεσμευμένοι στη μεγάλη μορφωτική δύναμη και τις αξίες που εξέπεμψε η παιδεία ως συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας αλλά και της αριστεράς στη σύγχρονη εποχή. Σε αυτούς που αισθάνονται δάσκαλοι, που πιστεύουν ότι σχολείο και πανεπιστήμιο υπάρχουν και λειτουργούν για την κοινωνία και όχι για τη συντεχνία, σε αυτούς που συνεχίζουν να αγωνίζονται για να ανορθώσουν και να ενισχύσουν το κύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, για να αναδείξουν τις υπαρκτές δυνατότητές της. Σε αυτούς που τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα μιας ενδοστρεφούς, συντηρητικής και εθνικιστικής παιδείας.
Η εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι ώριμη για βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι επιτακτικά αναγκαίες για την κοινωνία μας. Το ίδιο ώριμες και υπαρκτές είναι και οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης στα πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα σχολεία. Η βαθιά κρίση του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που βιώνουμε, καταδεικνύει με δραματικό τρόπο την ανάγκη ενός διαφορετικού τύπου οργάνωσης του κράτους, του κοινωνικού ιστού, της οικονομίας. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία και την οικονομία, πρέπει να αλλάξουμε την Παιδεία και πρέπει να την αλλάξουμε γρήγορα. Ιδιαίτερα για τη δύσκολη χρονιά που έρχεται είναι ανάγκη η εκπαιδευτική κοινότητα να αγωνιστεί, για να μην κλείσουν σχολεία και πανεπιστήμια. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αυτό αποτελεί έμπρακτη αλληλεγγύη σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και εκτός των άλλων υπόκεινται σε κοινωνικούς και εθνοτικούς αποκλεισμούς.
Η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος απαιτεί την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της εκπαιδευτικής κοινότητας και είναι αναγκαίο να υποστηριχτεί με αύξηση και ορθολογική διαχείριση των πόρων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ανάγκη να επανασχεδιαστεί στο πλαίσιο του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, εξασφαλίζοντας σε κάθε πολίτη ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και την άρση των διακρίσεων σε βάρος κάθε είδους ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Ειδικότερα, για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση διεκδικούμε την άμεση στήριξη όλων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που αποσκοπούν στη μείωση των ανισοτήτων και εμπλουτίζουν τη μαθησιακή διαδικασία (ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, τάξεις υποδοχής μεταναστών, ενίσχυση της ειδικής αγωγής, οργανωμένες πολιτιστικές δραστηριότητες και προγράμματα), τη ριζική αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, την εκ θεμελίων επανίδρυση της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης και την ανασυγκρότηση της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Η υποχρεωτική εκπαίδευση πρέπει να γίνει ουδετερόθρησκη, ανοικτή στο σύγχρονο κόσμο και πραγματικά ενιαία.
Αποφασιστικής σημασίας θεωρούμε την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να πάψει το Λύκειο να αποτελεί προθάλαμο των πανελλαδικών εξετάσεων, και να αποκτήσει αυτόνομο εκπαιδευτικό ρόλο. Το υπάρχον σύστημα, λειτουργεί ως εξοντωτικός μηχανισμός αποστήθισης, τροφοδοτεί την παραπαιδεία, καταστρέφει το Λύκειο και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των ΑΕΙ. Πρέπει να κατοχυρωθεί τόσο η αυτονομία του Λυκείου όσο και η αξιοκρατική πρόσβαση στα ΑΕΙ.
Για να έχει αποτελέσματα το όλο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα χρειάζεται εκπαιδευτικούς που επιμορφώνονται διαρκώς, αξιολογούνται ουσιαστικά και διορίζονται (ΑΣΕΠ), αξιοποιούνται ή εξελίσσονται υπηρεσιακά με κανόνες διαφάνειας και αξιοκρατίας, χωρίς κομματικές, συνδικαλιστικές και συντεχνιακές διαμεσολαβήσεις.
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαραίτητη η άμεση, πλήρης ένταξη και εναρμόνιση του εθνικού συστήματος στις διεθνείς πρακτικές, ώστε να εξασφαλίζεται η κινητικότητα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινότητα, η διεθνοποίηση των σπουδών, η ανάπτυξη της έρευνας, η κοινωνική λογοδοσία των ιδρυμάτων. Στόχος μας οφείλει να είναι τόσο η μαζική εκπαίδευση όσο και η αριστεία με βάση τα διεθνή κριτήρια αλλά και η επιβράβευση κάθε πρωτοβουλίας για εκπαιδευτική βελτίωση.
Η αριστεία θα επιτευχθεί μόνο με την αποφασιστική αναδιάρθρωση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, με αξιολόγηση των ιδρυμάτων και κατάργηση όσων δεν πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια, με αλλαγή της διάρθρωσης των σπουδών, με απονομή τίτλων διεθνούς κύρους και αναγνώρισης, που κατατάσσονται ξεκάθαρα στο σύστημα επαγγελματικών δεξιοτήτων. Απαραίτητες επίσης είναι και οι αλλαγές στη διοίκηση των ΑΕΙ με στόχο στην πλήρη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα, και την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων βάσει της επίτευξης των στόχων που θέτουν.
Επιπλέον, σήμερα είναι απολύτως αναγκαία η ενίσχυση του ρόλου και του ιδιαίτερου χαρακτήρα των τεχνολογικών ιδρυμάτων (ΤΕΙ) και η αξιοποίηση των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας με την ενδυνάμωση της σχέσης τεχνολογικής εκπαίδευσης και του παραγωγικού ιστού.
Η Δημοκρατική Αριστερά υποστηρίζει τη δημιουργία ισχυρών, αυτοδιοικούμενων ιδρυμάτων, που θα αποτελέσουν κέντρα κριτικής σκέψης και ελεύθερου δημοκρατικού διαλόγου. Επείγει να διαμορφωθεί ένας ενιαίος χώρος εκπαίδευσης – έρευνας ο οποίος θα εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία και αλληλεπίδραση μεταξύ τριτοβάθμιων ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων, έτσι ώστε τα ΑΕΙ να αποτελέσουν κέντρα παραγωγής γνώσης και καινοτομίας.
Τέλος, για το σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη Διά Βίου Εκπαίδευση, χρειαζόμαστε ένα παράλληλο πλαίσιο κατοχύρωσης και εμπέδωσης της διά βίου πρόσβασης στα εκπαιδευτικά αγαθά.
Με άξονα τις παραπάνω θέσεις, η Δημοκρατική Αριστερά καλεί όλους τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς να στηρίξουν το αίτημα για ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» γύρω από την παιδεία που θα στοχεύει στην υπεράσπιση της γνώσης ως αυταξίας και θα εξασφαλίζει μια μακροπρόθεσμη σχέση εμπιστοσύνης της παιδείας με την κοινωνία. Η πιο μακροχρόνια αποδοτική επένδυση είναι η επένδυση στην εκπαίδευση και στους ανθρώπους της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου